- χαντάκωμα
- (birini) zarara sokma
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χαντάκωμα — το, ατος καταστροφή, αφανισμός: Αυτά που είπες στο δικαστήριο ήταν για μένα χαντάκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαντάκωμα — το, Ν [χαντακώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαντακώνω 2. συνεκδ. καταστροφή … Dictionary of Greek
καταβαράθρωση — η ολοσχερής καταστροφή, χαντάκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβαραθρώ. Η λ., στον λόγιο τ. καταβαράθρωσις, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
καταβαράθρωση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του καταβαραθρώνω, η καταστροφή, το χαντάκωμα: Υπέστη μεγάλη καταβαράθρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)